ἐπαινετικῶν

ἐπαινετικῶν
ἐπαινετικός
given to praising
fem gen pl
ἐπαινετικός
given to praising
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Δέξιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λακεδαιμόνιος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Το 406 π.Χ. κλήθηκε από τη Γέλα ως επικεφαλής 1.500 μισθοφόρων για να υπερασπιστεί τον Ακράγαντα, εναντίον της πολιορκίας των Καρχηδονίων. Οι τελευταίοι νικήθηκαν, αλλά δεν… …   Dictionary of Greek

  • Σκαλκώτας, Νίκος — Έλληνας συνθέτης και βιολονίστας (Χαλκίδα 1904 Αθήνα 1949). Τα πρώτα του μουσικά μαθήματα τα πήρε στη Χαλκίδα, σε ηλικία 5 ετών. Το 1914 εγγράφεται στο «Ωδείο Αθηνών» όπου σπουδάζει βιολί με τον Τόνυ Σούλτσε και από όπου αποφοιτά το 1920 με πρώτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”